- λεπτόβλαστος
- λεπτό-βλαστος, ον,A with feeble shoots, Thphr.CP3.7.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτόβλαστος — λεπτόβλαστος, ον (Α) (για φυτά) αυτός που έχει λεπτούς βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + βλαστος (< βλαστός), πρβλ. νεό βλαστος, πυκνό βλαστος) … Dictionary of Greek
λεπτόβλαστα — λεπτόβλαστος with feeble shoots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek